- διακριθῆτε
- усомнитесь
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διακριθῆτε — διακρῐθῆτε , διακρίνω separate one from another aor subj pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίθητε — διακρί̆θητε , διακρίνω separate one from another aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)